Κόροντα

Κόροντα
Αρχαία αυτόνομη πόλη της Ακαρνανίας. Τα νομίσματά της, αντί παραστάσεων, έφεραν τη μακεδονική ασπίδα και ως επιγραφή το γράμμα Κ. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι, το 429 π.Χ., ο Αθηναίος ναύαρχος Φορμίων, ξεκινώντας από τη Ναύπακτο, αποβιβάστηκε επικεφαλής στρατού στον Αστακό και έδιωξε τους φιλολάκωνες Κοροντείς ή Κορονταίους, εγκαθιστώντας στην πόλη τον φίλο των Αθηναίων, Κίνητα τον Θεόλυτο. Ερείπια της Κ. των μυκηναϊκών χρόνων ανακαλύφθηκαν στις ανασκαφές του 1908, μεταξύ των οικισμών Χρυσοβίτσα και Πρόδρομος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κόροντα — neut nom/voc/acc pl Κόροντα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορόντων — Κόροντα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”